- ιστιοπετής
- ἱστιοπετής, -ές (Α)(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο-πετής, ουρανο-πετής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek